- νευστός
- -ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερώναρχ.φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- τού νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].
Dictionary of Greek. 2013.